- κατσαρώνω
- κατσαρώνω, κατσάρωσα, κατσαρωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατσαρώνω — [κατσαρός] 1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της») 2. γίνομαι σγουρός 3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς … Dictionary of Greek
κατσαρώνω — κατσάρωσα, κατσαρώθηκα, κατσαρωμένος, κάνω κάτι κατσαρό ή γίνομαι κατσαρός: Είναι ειδική στο να κατσαρώνει μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ακατσάρωτος — η, ο [κατσαρώνω] αυτός που δεν είναι κατσαρωμένος ή δεν μπορεί να κατσαρωθεί, να γίνει κατσαρός … Dictionary of Greek
βοστρυχίζω — (Α) [βόστρυχος] 1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά 2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω … Dictionary of Greek
καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] … Dictionary of Greek
κατσάρωμα — το [κατσαρώνω] 1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να τού μεταβάλει το σχήμα και να τό κάνει σγουρό 2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση … Dictionary of Greek
κατσαρωτός — ή, ό [κατσαρώνω] κατσαρός, σγουρός … Dictionary of Greek
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
οντουλάρω — προσδίδω κυματοειδές σχήμα στα μαλλιά με τεχνητό τρόπο, σγουραίνω, κατσαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. onduler < onde «κύμα» (< λατ. unda «κύμα»)] … Dictionary of Greek